γαμψό

γαμψό
kıvrık, ucu eğri

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • κόνδορας — Αρπακτικό, ημερόβιο πουλί της οικογένειας των γυπιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Vultur gryphus.Συγγενικό με τους γύπες της Ευρώπης και της Αφρικής, ο κ. είναι το μεγαλύτερο πτηνό με μήκος που ξεπερνά το 1 μ.… …   Dictionary of Greek

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • αγκυλογλώχιν — ἀγκυλογλώχιν ( ινος), ὁ (Α) (για τον κόκορα) αυτός που έχει αγκύλο, γαμψό πτερνιστήρα (πλήκτρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + γλωχίν ( ῖνος)] …   Dictionary of Greek

  • αγκυλοχείλης — ἀγκυλοχείλης, ὁ (Α) αυτός που έχει κυρτό, γαμψό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + χεῖλος] …   Dictionary of Greek

  • γαμψώ — γαμψῶ ( όω) (Α) [γαμψός] 1. κάνω κάτι γαμψό 2. γαμψοῡμαι γίνομαι γαμψός …   Dictionary of Greek

  • ευθύρραμφος — η, ο (για πτηνό) αυτός που έχει ίσιο, όχι γαμψό, ράμφος …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοδρόμος — Μικρό νηκτικό πτηνό του βόρειου Ατλαντικού, με ψαλιδωτή ουρά, στρογγυλές φτερούγες και γαμψό ράμφος. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη, από τα οποία το γνωστότερο είναι το πτηνό με την επιστημονική ονομασία προσελαρία η πελάγιος. Αυτό έχει… …   Dictionary of Greek

  • θρασάετος — Γερακόμορφο αρπακτικό πτηνό. Είναι σαρκοφάγο ημερόβιο πτηνό με ισχυρή όραση, γαμψό ράμφος και δυνατά νύχια. Η τροφή του αποτελείται από μικρά ζώα (ποντικοί, σκίουροι, κουνέλια, βάτραχοι), καθώς και από διάφορα μικρότερα πουλιά και ψάρια. Ο θ.,… …   Dictionary of Greek

  • μπούφος — Κοινή ονομασία διάφορων νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των γλαυκόμορφων. Τα πουλιά αυτά έχουν κεφάλι χοντρό, μάτια μεγάλα μετωπικά, ισχυρό γαμψό ράμφος, πόδια με γαμψά νύχια και φτέρωμα πυκνό και απαλό. Ο κοινός μ. (asio otus) έχει… …   Dictionary of Greek

  • μπράγκα — (Braga). Πόλη (114.500 κάτ.) της Πορτογαλίας κοντά στο νομό Μίνιο. Είναι από τις σημαντικές εμπορικές και βιομηχανικές πόλης της Πορτογαλίας. Έχει βιομηχανίες κοσμημάτων, κλωστοϋφαντουργίας, ειδών κάνναβης, πυροβόλων όπλων και μαχαιριών. Η εύφορη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”